Γκυ ντε Μωπασάν, Ο µπαµπάς του Σιµόν (Μετάφραση από τα γαλλικά Χρίστος Αλεξανδρίδης)

2013-06-22 09:33

 

 

Είχε σηµάνει κιόλας µεσηµέρι. Η πόρτα του σχολείου άνοιξε και τα παιδιά όρµησαν σπρώχνοντας για να βγουν πιο γρήγορα. Αντί όµως να διαλυθούν αµέσως και να πάνε για φαγητό, όπως κάθε µέρα, στάθηκαν πιο πέρα, σχηµάτισαν οµάδες και άρχισαν να ψιθυρίζουν.

 

Και όλα αυτά γιατί εκείνο το πρωί ο Σιµόν, ο γιός της Μπλανσότ, ήρθε στο σχολείο για πρώτη φορά.

 

Όλα είχαν ακούσει να µιλούν για την Μπλασότ στα σπίτια τους, και παρόλο που όλοι δηµόσια την υποδέχονταν καλά, οι µητέρες τους ωστόσο της έδειχναν έναν οίκτο κάπως περιφρονητικό που πέρασε και στα παιδιά χωρίς να ξέρουν το γιατί.

 

Όσο για τον Σιµόν, δεν τον γνώριζαν, επειδή δεν έβγαινε ποτέ και δεν αλήτευε µαζί τους µες στους δρόµους του χωριού ή στις όχθες του ποταµού. ∆εν τον αγαπούσαν κιόλας, κι έτσι µε κάποια χαρά ανάµεικτη µε αρκετή έκπληξη δέχτηκαν και διέδωσαν ο ένας στον άλλο τα λόγια που είπε ένα αγόρι δεκατεσσάρων µε δεκαπέντε χρονών, που φαινόταν να ξέρει πολλά, επειδή έκλεινε µε νόηµα το µάτι.

«Ξέρετε, ο Σιµόν ... να, δεν έχει µπαµπά.»

 

Ο γιός της Μπλανσότ έκανε κι εκείνος µε τη σειρά του την εµφάνισή του στο κατώφλι του σχολείου.

 

Ήταν εφτά ή οχτώ χρονών. Ήταν χλωµούτσικος, πολύ καθαρός, φαινόταν συνεσταλµένος, σχεδόν αδέξιος.

 

Επέστρεφε στη µητέρα του, όταν οι οµάδες των συµµαθητών του, ψιθυρίζοντας πάντα και κοιτάζοντάς τον µε βλέµµατα

µοχθηρά και σκληρά, παιδιών που σκέφτονται να πράξουν το κακό, τον περικύκλωσαν σιγά σιγά και κατέληξαν να τον εγκλωβίσουν. Στεκόταν εκεί, ανάµεσά τους, έκπληκτος και αµήχανος, χωρίς να καταλαβαίνει τι ήθελαν να του κάνουν. Το αγόρι όµως που τους έφερε το νέο, κορδωµένο από τα όσα είχε πετύχει ήδη, τον ρώτησε:

«Πώς σε λένε;»

Εκείνος απάντησε: «Σιµόν.»

«Σιµόν, τι;» ξαναρώτησε ο άλλος.

Το παιδί επανέλαβε σαστισµένο: «Σιµόν.»

Το αγόρι του φώναξε: «Ονοµάζεται κανείς Σιµόν και κάτι ακόµη ... δεν είναι όνοµα αυτό ... Σιµόν.»

Κι εκείνος, έτοιµος να κλάψει, επανέλαβε για τρίτη φορά:

«Με λένε Σιµόν.»

 

Οι αλήτες έβαλαν τα γέλια. Το αγόρι θριάµβευε και ύψωσε τη φωνή: «Το βλέπετε λοιπόν πως δεν έχει µπαµπά.»

 

Έπεσε µεγάλη σιωπή. Τα παιδιά µείνανε έκπληκτα από αυτό το εξαιρετικό, το απίθανο, το τερατώδες γεγονός – ένα αγόρι που δεν έχει µπαµπά. Τον κοίταζαν σαν να ήταν ένα φαινόµενο, µια αφύσικη ύπαρξη, και ένοιωθαν να µεγαλώνει µέσα τους η περιφρόνηση, ανεξήγητη µέχρι τότε, των µανάδων τους προς την Μπλανσότ.

 

Όσο για τον Σιµόν, είχε ακουµπήσει σ’ ένα δέντρο για να µην πέσει και στεκόταν εκεί σαν να τον είχε συγκλονίσει µια ανεπανόρθωτη καταστροφή. Προσπάθησε να εξηγηθεί. ∆εν µπορούσε όµως να βρει τίποτα για να τους απαντήσει και να διαψεύσει αυτό το φριχτό πράγµα, ότι δεν είχε µπαµπά. Στο τέλος, πελιδνός, τους φώναξε στην τύχη: «Ναι, έχω έναν.»

«Πού είναι;» ρώτησε το αγόρι.

 

Ο Σιµόν σώπασε• δεν ήξερε. Τα παιδιά γελούσαν µε έξαψη. Αυτά τα χωριατόπαιδα, που έµοιαζαν περισσότερο µε ζώα, ένοιωθαν µια απάνθρωπη ανάγκη, όµοια µε εκείνη που σπρώχνει τις κότες της αυλής να ξεκάνουν εκείνη ανάµεσά τους που έχει λαβωθεί. Ο Σιµόν διέκρινε ξαφνικά ένα γειτονόπουλο, το γιο µιας χήρας, που τον έβλεπε να κυκλοφορεί πάντα, όπως και ο ίδιος, µόνος µε τη µητέρα του,

«Ούτε εσύ», είπε, «έχεις µπαµπά.»

«Ναι», απάντησε το άλλο, «και βέβαια έχω.»

«Πού είναι;» ρώτησε αµέσως ο Σιµόν.

«Πέθανε,» δήλωσε µε αλαζονική έπαρση το παιδί, «είναι στο νεκροταφείο ο µπαµπάς µου.»

 

Ένας ψίθυρος επιδοκιµασίας διέτρεξε την αλητοπαρέα, λες και το γεγονός ότι ο νεκρός πατέρας που βρισκόταν στο νεκροταφείο έκανε σπουδαίο το σύντροφό τους και συνέτριβε τον άλλο που δεν είχε πατέρα. Και τα αλητόπαιδα αυτά, που οι πατεράδες τους ήταν οι περισσότεροι κακοί, µέθυσοι, κλέφτες και κακοµεταχειρίζονταν τις γυναίκες τους, έσφιγγαν όλο και περισσότερο τον κλοιό γύρω του, λες και αυτοί, ο νόµιµοι, ήθελαν να πέσουν επάνω του και να τον πνίξουν αυτόν που ήταν παράνοµος.

 

Ένα από αυτά, που βρισκόταν απέναντι στο Σιµόν, του έβγαλε ξαφνικά τη γλώσσα κοροϊδευτικά και του φώναξε:

«∆εν έχεις µπαµπά! ∆εν έχεις µπαµπά!»

 

Ο Σιµόν τον άρπαξε µε τα δυο του χέρια από τα µαλλιά και άρχισε να τον κλωτσάει στα πόδια, ενώ του δάγκωνε µε λύσσα το µάγουλο. Έγινε ένα µεγάλο ανακάτεµα. Χώρισαν τους δυο µαχητές και ο Σιµόν βρέθηκε να είναι χτυπηµένος, ξεσκισµένος, µωλωπισµένος, πεσµένος στο έδαφος στη µέση του κύκλου που σχηµάτιζαν τα αλητόπαιδα και που χειροκροτούσαν. Καθώς ανασηκωνόταν, τινάζοντας µηχανικά µε το χέρι την µπλούζα του που είχε λερωθεί από τη σκόνη, κάποιος του φώναξε:

«Πήγαινε να το πεις στον µπαµπά σου.»

 

Τότε ένοιωσε κάτι πολύ σηµαντικό να γκρεµίζεται µες στην καρδιά του. Εκείνοι ήταν δυνατότεροι από αυτόν, τον νίκησαν κι αυτός δεν µπορούσε να τους δώσει µιαν απάντηση, επειδή το ένοιωθε καλά ότι ήταν αλήθεια πως δεν είχε µπαµπά. Γεµάτος περηφάνια προσπάθησε για λίγο να παλέψει µε τα δάκρυα που τον έπνιγαν. Ένοιωθε να ασφυκτιά. Έπειτα, χωρίς να βγάλει άχνα, άρχισε να κλαίει µε µεγάλα αναφιλητά που τον τράνταζαν.

 

Τότε µια άγρια χαρά ξέσπασε ανάµεσα στους εχθρούς του και φυσικά, όπως συµβαίνει µε τους άγριους στα φοβερά τους πανηγύρια, πιάστηκαν από το χέρι και άρχισαν να χορεύουν γύρω του, επαναλαµβάνοντας σαν επωδό: «∆εν έχεις µπαµπά! ∆εν έχεις µπαµπά!»

 

Ο Σιµόν όµως έπαψε ξαφνικά τα αναφιλητά. Τον τρέλανε η οργή. Υπήρχαν πέτρες κάτω από τα πόδια του, τις µάζεψε και τις εκσφενδόνισε µε όλη του τη δύναµη επάνω στους βασανιστές του. ∆υο ή τρεις χτυπήθηκαν και σώθηκαν φωνάζοντας, κι εκείνος είχε πάρει ένα ύφος τόσο φοβερό που τους άλλους τους κατέλαβε πανικός. ∆ειλοί, όπως συµβαίνει πάντα µε το πλήθος µπροστά σ’ έναν εξοργισµένο άνθρωπο, διαλύθηκαν βάζοντάς το στα πόδια.

 

Όταν έµεινε µόνο το παιδάκι που δεν είχε πατέρα, άρχισε να τρέχει προς τα χωράφια, επειδή µια ανάµνηση που του ήρθε στο νου το έκανε να λάβει µια µεγάλη απόφαση. Ήθελε να πνιγεί µες στο ποτάµι.

 

Θυµήθηκε, πράγµατι, ότι οχτώ µέρες πριν ένας φτωχοδιάβολος που ζητιάνευε έπεσε µες στο νερό επειδή δεν είχε πια χρήµατα. Ο Σιµόν ήταν παρών όταν τον ψάρεψαν και το καηµένο ανθρωπάκι, που συνήθως του φαινόταν αξιοθρήνητο, βρώµικο και άσχηµο, τον εντυπωσίασε µε την ηρεµία του, τα χλωµά του µάγουλα, το µακρύ, βρεγµένο γένι του και τα ανοιχτά, ήρεµα µάτια του. Τριγύρω έλεγαν:

«Είναι νεκρός». Κάποιος πρόσθεσε: «Είναι ευτυχισµένος τώρα.» Ήθελε και ο Σιµόν να πνιγεί επειδή δεν είχε πατέρα, όπως εκείνος ο φουκαράς που δεν είχε χρήµατα.

 

Πλησίασε πολύ κοντά στο νερό και το κοίταζε που έτρεχε. Μερικά ψάρια έπαιζαν κινούµενα γρήγορα µέσα στο καθαρό ρεύµα του νερού και καµιά φορά έκαναν ένα µικρό άλµα και έχαφταν µύγες που πετούσαν στην επιφάνεια. Σταµάτησε να κλαίει για να τα δει, επειδή τα κόλπα τους τον ενδιέφεραν πολύ. Αλλά πότε πότε, όπως συµβαίνει µε τις σύντοµες νηνεµίες µιας καταιγίδας που τις διαδέχονται ξαφνικά δυνατές ριπές ανέµου κάνοντας να τρίζουν τα δέντρα και τελικά χάνονται στον ορίζοντα, η σκέψη που τον βασάνιζε του ξαναερχόταν στο νου και του προκαλούσε έναν δυνατό πόνο: «Θα πνιγώ, γιατί δεν έχω µπαµπά.»

 

Ο καιρός ήταν καλός και έκανε πολύ ζέστη. Ένας γλυκός ήλιος ζέσταινε τη χλόη. Το νερό έλαµπε σαν καθρέφτης. Και ο Σιµόν ζούσε στιγµές µακαριότητας, χαύνωσης τέτοιας που ακολουθεί τα δάκρυα και τον κυρίευε µεγάλη επιθυµία να αποκοιµηθεί εκεί, πάνω στη χλόη, µέσα στη ζέστη.

 

Ένας µικρός πράσινος βάτραχος πήδησε κάτω από τα πόδια του. Προσπάθησε να τον πιάσει. Του ξέφυγε. Τον ακολούθησε αλλά απέτυχε τρεις συνεχόµενες φορές. Τελικά τον έπιασε από τις άκρες των πίσω του ποδιών και άρχισε να γελά βλέποντας τις προσπάθειες που έκανε το ζώο για να το σκάσει. Συσπειρωνόταν στα µεγάλα του πόδια, έπειτα µε µια απότοµη διάταση τα ξεδίπλωνε ξαφνικά, άκαµπτα σαν δυο ξύλα, και ήταν το µάτι του ολοστρόγγυλο, περιβαλλόµενο από έναν χρυσό κύκλο, ενώ κουνούσε στον αέρα τα µπροστινά του πόδια σαν να ήταν χέρια. Αυτό του θύµισε ένα παιχνίδι φτιαγµένο από µικρά ίσια σανίδια καρφωµένα σε σχήµα ζιγκ- ζαγκ, που µε µια παρόµοια κίνηση έκαναν τα στρατιωτάκια, που ήταν ζωγραφισµένα επάνω, να κινούνται. Τότε σκέφτηκε το σπίτι του, έπειτα τη µητέρα του και κυριευµένος από µεγάλη θλίψη ξανάρχισε να κλαίει. Ρίγη διαπερνούσαν τα µέλη του. Γονάτισε και προσευχήθηκε, όπως έκανε πριν πάει για ύπνο. ∆εν µπόρεσε όµως να αποτελειώσει την προσευχή του, επειδή του ήρθαν πάλι αναφιλητά µε τέτοια πίεση και τέτοια ταραχή που τον κυρίευσαν ολόκληρο. ∆εν σκεφτόταν πλέον τίποτα, δεν έβλεπε πια τίποτε τριγύρω του και δεν έκανε άλλο από το να κλαίει. Ξαφνικά ένα βαρύ χέρι ακούµπησε στον ώµο του και µια µπάσα φωνή τον ρώτησε: «Τι σε στεναχωρεί, λοιπόν, τόσο, άνθρωπέ µου;»

 

Ο Σιµόν έστρεψε. Ένας µεγαλόσωµος εργάτης µε γένια και

µαύρα κατσαρά µαλλιά τον κοίταζε µε στοργή. Απάντησε µε δάκρυα στα µάτια κ’ έναν κόµπο στη φωνή: «Μ’ έδειραν ... επειδή ... δεν έχω ... δεν έχω ... µπαµπά ...»

«Πώς κι έτσι;» είπε ο άντρας χαµογελώντας, «Όλοι έχουµε έναν.»

 

Το παιδί ξαναείπε µε πόνο µέσα από τους σπασµούς που του προκαλούσε η θλίψη του: «Εγώ ... εγώ δεν έχω.» Τότε ο εργάτης πήρε ύφος σοβαρό. Είχε αναγνωρίσει το παιδί της Μπλανσότ και, παρ’ όλο που ήταν καινούργιος στο χωριό, ήξερε µέσες άκρες την ιστορία του. «Λοιπόν», είπε, «σκούπισε τα δάκρυά σου, αγόρι µου, και πάµε µαζί στη µαµά σου. Θα σου βρούµε ... έναν µπαµπά.»

 

Ξεκίνησαν και ο µεγάλος κρατούσε τον µικρό από το χέρι. Ο άντρας χαµογελούσε πάλι επειδή δεν θα τον πείραζε να δει την Μπλανσότ, που ήταν, υπόψη, ένα από τα οµορφότερα κορίτσια του χωριού κι εκείνος µπορεί κατά βάθος να σκεφτόταν ότι µια νέα που έσφαλε µια φορά θα µπορούσε να το ξανακάνει.

 

Έφτασαν µπροστά σ’ ένα σπιτάκι άσπρο και πεντακάθαρο. «Εδώ είναι», είπε το παιδί και φώναξε: «Μαµά!»

 

Μια γυναίκα ξεπρόβαλε και ο εργάτης έπαψε ξαφνικά να χαµογελάει, επειδή κατάλαβε αµέσως ότι δεν µπορούσε ν’ αστειευτεί µ’ αυτή τη χλωµή, ψηλή κοπέλα που στεκόταν αυστηρή στην πόρτα της, σαν να ήθελε ν’ απαγορεύσει σ’ έναν άντρα να διαβεί το κατώφλι του σπιτιού, όπου κάποιος άλλος την είχε προδώσει. Φοβισµένος και κρατώντας στο χέρι το κασκέτο του, ψέλλισε:

«Ορίστε, κυρία, σας φέρνω το αγοράκι σας, που χάθηκε κοντά στο ποτάµι.»

 

Αλλά ο Σιµόν κρεµάστηκε από το λαιµό της µητέρας του και της είπε ξαναβάζοντας τα κλάµατα: «Όχι µαµά, ήθελα να πνιγώ, επειδή τα άλλα παιδιά µε έδειραν ... µε έδειραν ... επειδή δεν έχω µπαµπά.»

 

Μια έντονη κοκκινίλα σκέπασε τα µάγουλα της νεαρής γυναίκας και βαθιά πληγωµένη αγκάλιασε παράφορα το παιδί της, ενώ φευγαλέα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό της. Ο άντρας, συγκινηµένος, έστεκε εκεί και δεν ήξερε πώς να φύγει.

 

Όµως ο Σιµόν έτρεξε ξαφνικά προς το µέρος του και του είπε:

«Θα θέλατε να γίνετε ο µπαµπάς µου;»

 

Έγινε µεγάλη σιωπή. Η Μπλανσότ, σιωπηλή και καταντροπιασµένη, ακουµπούσε στον τοίχο και είχε τα δυο της χέρια επάνω στην καρδιά της. Το παιδί, όταν είδε ότι δεν του απαντούσαν, ξαναείπε:

«Εάν δεν θέλετε, θα ξαναπάω να πνιγώ.»

 

Ο εργάτης το εξέλαβε για αστείο και απάντησε γελώντας:

«Ναι, και βέβαια το θέλω.»

«Πώς σε λένε;», ρώτησε τότε το παιδί, «για να ξέρω τι θα πω στους άλλους, όταν θελήσουν να µάθουν το όνοµά σου;»

«Φιλίπ» απάντησε ο άντρας.

 

Ο Σιµόν έµεινε για λίγο σιωπηλός για να µπορέσει να αποµνηµονεύσει το όνοµα, έπειτα άπλωσε τα χέρια, παρηγορηµένος εντελώς, και είπε:

«Ενταξει! Φιλίπ, είσαι ο µπαµπάς µου.»

 

Ο εργάτης σηκώνοντάς τον τον φίλησε αναπάντεχα και στα δύο µάγουλα και έφυγε αµέσως µε µεγάλα βήµατα.

 

Όταν το παιδί µπήκε στο σχολείο την άλλη µέρα ένα µοχθηρό γέλιο το υποδέχτηκε και στο σχόλασµα, όταν τα άλλα παιδιά θέλησαν να ξαναρχίσουν τα ίδια, ο Σιµόν τους πέταξε καταπρόσωπο λόγια σαν να τους πετροβολούσε:

«Φιλίπ τον λένε τον µπαµπά µου.»

 

Κραυγές φρενίτιδας σηκώθηκαν από παντού:

«Φιλίπ ποιος; ... Φιλίπ τι; ... Τι σηµαίνει Φιλίπ; ...Πού τον βρήκες αυτόν τον Φιλίπ;»

 

Ο Σιµόν δεν απαντούσε και, ακλόνητος στην πίστη του, τους κοίταζε περιφρονητικά, έτοιµος να υποστεί πάλι το µαρτύριο παρά να το βάλει στα πόδια µπροστά τους. Ο δάσκαλος τον απελευθέρωσε κι εκείνος επέστρεψε στη µητέρα του.

 

Τρεις µήνες συνέχεια ο σωµατώδης εργάτης Φιλίπ περνούσε συχνά εµπρός από το σπίτι της Μπλανσότ και µερικές φορές πήρε το θάρρος να της µιλήσει όταν την έβλεπε να ράβει κοντά στο παραθύρι της. Εκείνη του απαντούσε ευγενικά, πάντα σοβαρή, χωρίς να χαριεντίζεται µαζί του και χωρίς να τον αφήνει να µπει στο σπίτι της. Με κάποια έπαρση όµως, όπως όλοι οι άντρες, νόµιζε πως εκείνη συχνά κοκκίνιζε περισσότερο από το κανονικό όταν µιλούσε µαζί του.

 

Όταν όµως η αξιοπρέπεια ξεπέσει είναι επίπονο να ανακτηθεί και µένει πάντα εύθραυστη• έτσι όλοι κουτσοµπόλευαν την Μπλασότ στο χωριό, παρά τις επιφυλάξεις της.

 

Όσο για τον Σιµόν, εκείνος αγαπούσε πολύ τον καινούργιο του µπαµπά και έκανε περίπατο µαζί του σχεδόν κάθε απόγευµα, όταν τέλειωνε η εργάσιµη µέρα. Πήγαινε κανονικά στο σχολείο και περνούσε ανάµεσα από τους συµµαθητές του όλος αξιοπρέπεια, χωρίς να τους απαντάει ποτέ.

 

Μια µέρα όµως το παιδί που πρώτο του είχε επιτεθεί του είπε:

«Είπες ψέµατα, δεν έχεις κανένα µπαµπά που να τον λένε Φιλίπ.»

«Γιατί;» ρώτησε πολύ συγκινηµένος ο Σιµόν.

 

Τα παιδιά έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση. Ο άλλος είπε πάλι:

«Επειδή αν είχες µπαµπά, αυτός θα ήταν ο άντρας της µαµάς σου.»

 

Ο Σιµόν τα έχασε µπροστά στον σωστό συλλογισµό, παρ’ όλα αυτά απάντησε:

«Είναι ο µπαµπάς µου, παρ’ όλα αυτά.»

«Μπορεί να είναι κι έτσι», είπε το αγόρι γελώντας σαρκαστικά, «δεν είναι όµως καθόλου ο µπαµπάς σου αυτός.»

 

Ο µικρός της Μπλανσότ έσκυψε το κεφάλι και κίνησε σκεφτικός για το σιδηρουργείο του µπαρπα-Λουαζόν, όπου δούλευε ο Φιλίπ. Το σιδηρουργείο ήταν θαµµένο, λες, κάτω από τα δέντρα. Εκεί ήταν πυκνή η σκιά. Μόνο η κόκκινη λάµψη µιας δυνατής φωτιάς φώτιζε µε µεγάλες ανταύγειες πέντε σιδεράδες µε γυµνά µπράτσα που σφυροκοπούσαν επάνω στο αµόνι τους και έκαναν έναν φοβερό θόρυβο. Στέκονταν όρθιοι, αναψοκοκκινισµένοι σαν δαίµονες, µε τα µάτια καρφωµένα στο πυρακτωµένο σίδερο που δούλευαν, και η βαριά τους σκέψη ανεβοκατέβαινε µαζί µε τα σφυριά τους.

 

Ο Σιµόν µπήκε απαρατήρητος και πήγε να τραβήξει απαλά το µανίκι του φίλου του. Εκείνος γύρισε να δει. Ξαφνικά η δουλειά σταµάτησε και όλοι οι άντρες κοίταξαν προσεχτικά. Τότε, µέσα στην ασυνήθιστη ησυχία, ακούστηκε η εύθραυστη φωνούλα του Σιµόν.

«Φιλίπ, το παιδί της Μισόντ µου είπε πριν από λίγο πως εσύ δεν είσαι ο µπαµπάς µου.»

«Γιατί αυτό;» ρώτησε ο εργάτης.

Το παιδί απάντησε µε όλη του την αφέλεια.

«Επειδή δεν είσαι ο άντρας της µαµάς µου.»

 

Κανείς δεν γέλασε. Ο Φιλιπ έµενε όρθιος ακουµπώντας το µέτωπό του στην ανάστροφη των µεγάλων του χεριών που κρατούσαν τη λαβή του σφυριού του, στερεωµένου επάνω στο αµόνι. Σκεφτόταν. Οι τέσσερεις σύντροφοί του τον κοιτούσαν και, µια σταλιά ανάµεσα σ’ αυτούς τους γίγαντες, ο Σιµόν ανήσυχος περίµενε. Ξαφνικά ένας από τους σιδεράδες, εκφράζοντας τη σκέψη και των άλλων, είπε στον Φιλίπ.

«Η Μπανσότ είναι µια καλή και τίµια κοπέλα, γενναία και αξιοπρεπής, παρά τη συµφορά που τη βρήκε. Θα µπορούσε να είναι µια γυναίκα άξια για έναν τίµιο άντρα.»

«Αυτό είναι αλήθεια», είπαν οι άλλοι τρεις. Ο εργάτης συνέχισε: «Εκείνη φταίει που απέτυχε; Της υποσχέθηκε γάµο. Εγώ όµως γνωρίζω περισσότερες από µια που ο κόσµος τις σέβεται σήµερα κι ας έκαναν τα ίδια.»

«Αλήθεια είναι», απάντησαν και οι τρεις άντρες µαζί.

 

Ο άλλος ξαναείπε: «Ένας Θεός µόνο ξέρει πόσο µόχθησε η κακοµοίρα για ν’ αναθρέψει µόνη το παιδί της, πόσο έκλαψε, πως δεν βγαίνει από το σπίτι παρά για να πάει στην εκκλησία.»

«Και αυτό είναι αλήθεια.» είπαν οι άλλοι.

 

∆εν ακουγόταν τίποτε άλλο παρά µόνο το φυσερό που κόρωνε τη φωτιά. Ο Φιλίπ στράφηκε απότοµα προς τον Σιµόν:

«Πήγαινε να πεις στη µαµά σου ότι θα έρθω απόψε να της µιλήσω.»

Έπειτα οδήγησε έξω το παιδί πιάνοντάς το από τους ώµους.

 

Επέστρεψε στη δουλειά του και τα πέντε σφυριά µαζί συνέχισαν µε έναν ήχο το σφυροκόπηµα των αµονιών. Χτυπούσαν έτσι το σίδερο µέχρι που νύχτωσε, ρωµαλέοι, ισχυροί, χαρούµενοι σαν ικανοποιηµένα σφυριά. Όπως όµως η

µεγάλη καµπάνα ενός καθεδρικού ναού αντηχεί τις γιορτινές ηµέρες και καλύπτει τις κωδωνοκρουσίες από τις άλλες καµπάνες, έτσι και το σφυρί του Φιλίπ, κυριαρχώντας στο πανδαιµόνιο των άλλων, έπεφτε από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο ,µ’ έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Κι εκείνος, µε µάτια που έλαµπαν, σφυροκοπούσε µε πάθος, όρθιος ανάµεσα στις σπίθες.

 

Ο ουρανός ήταν γεµάτος άστρα όταν πήγε να χτυπήσει την πόρτα της Μπλανσότ. Φορούσε το καλό του σακάκι, ένα καθαρό πουκάµισο και ήταν φρεσκοξυρισµένος. Η νεαρή γυναίκα πρόβαλε στο κατώφλι και του είπε µε ύφος λυπηµένο:

«Κακώς ήρθατε νυχτιάτικα, κύριε Φιλίπ.»

 

Εκείνος θέλησε να απαντήσει, κάτι ψέλλισε και έµεινε αµήχανος µπροστά της.

 

Εκείνη συνέχισε: «Καταλαβαίνετε, νοµίζω, ότι δεν πρέπει να δίνω επιπλέον δικαιώµατα για να µιλούν για µένα.»

 

Κι εκείνος αµέσως: «Τι πειράζει», είπε, «εάν θέλετε να γίνετε γυναίκα µου!»

 

Καµία φωνή δεν του απάντησε, αλλά εκείνος νόµισε πως άκουσε µες στο σκοτάδι του δωµατίου τον θόρυβο που έκανε ένα σώµα καθώς έπεφτε. Μπήκε αµέσως µέσα και ο Σιµόν, που ήταν ξαπλωµένος στο κρεβάτι του, διέκρινε τον ήχο ενός φιλιού και κάποιες λέξεις που η µητέρα του ψιθύρισε χαµηλόφωνα. Έπειτα, ξαφνικά, ένοιωσε να τον ανασηκώνουν τα χέρια του φίλου του και, κρατώντας τον µέσα στα ηράκλεια µπράτσα του, του φώναξε:

«Θα πεις στους συµµαθητές σου ότι ο µπαµπάς σου είναι ο Φιλίπ Ρεµί, ο σιδεράς, και ότι θα πάει να τραβήξει τ’ αυτιά σε όλους όσους σου κάνουν κακό.»

 

Την άλλη µέρα, την ώρα που το σχολείο ήταν γεµάτο µαθητές και το µάθηµα είχε µόλις αρχίσει, ο µικρός Σιµόν σηκώθηκε, κατάχλωµος και µε τρεµάµενα χείλη, αλλά µε καθαρή φωνή, είπε:

«Ο µπαµπάς µου είναι ο Φιλίπ Ρεµί, ο σιδεράς, και υποσχέθηκε ότι θα τραβήξει τ’ αυτιά σε όσους θελήσουν να µου κάνουν κακό.»

 

Αυτή τη φορά κανείς δεν γέλασε, επειδή όλοι γνώριζαν τον Φιλίπ Ρεµί, τον σιδερά, και ήταν ένας µπαµπάς αυτός για τον οποίο όλος ο κόσµος θα ήταν υπερήφανος.

 

 

 

1η ∆εκεµβρίου 1879